- τριδύμου
- τρίδυμοςthreefoldmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… … Dictionary of Greek
μασητήριος — α, ο [μασητήρας] 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μάσηση 2. φρ. α) «μασητήριοι μύες» οι γραμμωτοί μύες τού προσώπου, κροταφίτης, μασητήρας, έσω και έξω πτερυγοειδής, με τους οποίους συντελείται η μάσηση β) «μασητήριο νεύρο» κλάδος τού… … Dictionary of Greek
προσωπαλγία — η, Ν νευραλγία τού τριδύμου η οποία προέρχεται από ψύξη ή από δύσκολη έκφυση οδόντος, ιδίως σωφρονιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + αλγία* Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
πτερυγοϋπερώιος — α, ο, Ν 1. ανατ. ο σχετικός με τις πτερυγοειδείς αποφύσεις τού σφηνοειδούς οστού και με την υπερώα 2. φρ. «πτερυγοϋπερώιος πόρος» πόρος διά μέσου τού οποίου πορεύεται ο δεύτερος κλάδος τού τριδύμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
τριδυμαλγία — η, Ν ιατρ. η νευραλγία τού τρίδυμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίδυμος + αλγία (< αλγής< άλγος, το), πρβλ. κεφαλ αλγία] … Dictionary of Greek
χλωρυλένιο — το, Ν (χημ. φαρμ.) παλαιά εμπορική ονομασία φαρμάκου, χρησιμοποιούμενου ως παυσίπονου για τις νευραλγίες τού τριδύμου … Dictionary of Greek
ωτοκροταφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί και στον κρόταφο 2. φρ. «ωτοκροταφικό νεύρο» ανατ. κλάδος τού οπίσθιου στελέχους τού τρίτου κλάδου τού τριδύμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κροταφικός] … Dictionary of Greek